- ἰσοτόνου
- ἰσότονοςpulling evenlymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδερμόκλυση — η, Ν ιατρ. υποδόρια έγχυση διαλύματος ισότονου προς τον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypodermoclyse (< υπ(ο) * + δέρμα + κλύση)] … Dictionary of Greek